- ἀμπελουργικῆς
- ἀμπελουργικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινολογία — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών. Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του … Dictionary of Greek
Έσλινγκεν — (Esslingen). Πόλη (90.5000 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο κρατίδιο Μπάντεν Βυρτεμβέργη. Βρίσκεται περίπου 9 χλμ. NA της Στουτγάρδης. Η πόλη έχει εργοστάσια επεξεργασίας δέρματος, μεταποιητικής μεταλλουργίας και κατασκευής μηχανών. Το Έ. είναι… … Dictionary of Greek